ἀμάχους

ἀμάχους
ἄμαχος
without battle
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ΙΡΑ — (αγγλ. Irish Republican Army, ιρλανδ. Οglaigh na Éireann = Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιρλανδική εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1919, όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί Κυβερνήσεως της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με αυτόν, η περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • безмѧтежьныи — (12) пр. Безмятежный, невозмутимый, спокойный: ˫Аκο ничьто же имать съмьрть бѣдьно. нъ скорѣѥ къ тихомоу пристанищоу прѣпоущаѥть. и безмѩтежьнѣи ѡнои жизни СбТр ХII/ХIII, 159 об.; подаи же намъ д҃ши и тѣлоу покои и сънъ безъмѩтеженъ. ѡ(т) всѩкого …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • αντιαεροπορική άμυνα — Σύνολο ενεργειών και εγκαταστάσεων με σκοπό την προστασία των πόλεων, των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των στρατιωτών και πολιτών από επιθέσεις εχθρικών αεροσκαφών ή πυραύλων. Η ανίχνευση της εχθρικής επίθεσης είναι πολύ δύσκολη. Τα μέσα που… …   Dictionary of Greek

  • Ίρα ή Ιρά — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Λέσβου. Πήρε την ονομασία της από τον ήρωα Ίρο. 2. Πόλη των Μαλιέων. Πήρε την ονομασία της από τον Ίρο. Ο τελευταίος ήταν πατέρας της Χρυσίππης, πεθερός του Φθία και παππούς του Δευκαλίωνα. 3. Πόλη της… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λούλος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 157 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. Ν των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεραμιών. Ιστορία. Στις 14 Ιουνίου 1821 διεξήχθη στην περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Μάλεμε — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 708 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη δυτική ακτή του κόλπου των Χσνίων, 17 χλμ. δυτικά της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατανιά. Ιστορία. Στο στρατιωτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”